όσκολο

όσκολο
το
στρ. μεταλλική πλάκα μηνοειδούς σχήματος την οποία έφεραν παλαιότερα οι αξιωματικοί τού στρατού στον λαιμό όταν βρίσκονταν σε υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hausse-col < μέσο γαλλ. housecol / hochecol / hauscol, με παρετυμολ. επίδραση τού γαλλ. hausser «υψώνω». Η λ., στον λόγιο τ. ὅσκολον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”